- ήμελλ'
- ἤμελλ'ἤμελλε , μέλλωto be destined: imperf ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἤμελλ' — ἤμελλε , μέλλω to be destined imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek